- ολομέτωπος
- -η, -ο1. αυτός που συμβαίνει σε όλα τα μέτωπα, σε όλες τις γραμμές στρατιωτικών επιχειρήσεων («ολομέτωπη επίθεση»)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ολομέτωπα εντομολ. η μία από τις δύο υποδιαιρέσεις τών βραχύκερων κυκλόρραφων δίπτερων εντόμων, η οποία περιλαμβάνει μικρά έντομα που χαρακτηρίζονται από ευρύ μέτωπο και στα δύο φύλα.
Dictionary of Greek. 2013.